- θειασμόν
- θειασμόςsuperstitionmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνενθουσιώ — άω, Α 1. συνενθουσιάζω* 2. καταλαμβάνομαι από θαυμασμό για κάτι («ὁμοψύχως Μαξίμῳ τὰ περὶ θειασμὸν συνενθουσιῶν», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνθουσιῶ, άλλος τ. του ἐνθουσιάζω] … Dictionary of Greek